wouldn't
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
- (αρνητικό modal verb) αρντική μορφή του would
- ⮡ I asked her to marry me but she wouldn't.
- Της ζήτησα να παντρεύουμε αλλά δε θέλησε.
- ⮡ If you had prepared in time, you wouldn't now have the stress of exams.
- Aν είχες έγκαιρα προετοιμαστεί, δε θα είχες τώρα το άγχος των εξετάσεων.
- ⮡ I asked her to marry me but she wouldn't.