Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

vulp- < λατινική vulpes

  Ρίζα επεξεργασία

vulp- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: αλεπού

Παράγωγα επεξεργασία