Ετυμολογία

επεξεργασία
vigili < vigil- + -i
ρήμα vigili
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας vigilas vigilanta vigilata
αόριστος vigilis vigilinta vigilita
μέλλοντας vigilos vigilonta vigilota
υποθετική vigilus - -
προστακτική vigilu - -

vigili (eo)