Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

vidiĝi < vid- + -iĝ- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα vidiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας vidiĝas vidiĝanta vidiĝata
αόριστος vidiĝis vidiĝinta vidiĝita
μέλλοντας vidiĝos vidiĝonta vidiĝota
υποθετική vidiĝus - -
προστακτική vidiĝu - -

vidiĝi (eo)