Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

vereor < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wer-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈwe.re.or/

  Ρήμα επεξεργασία

vereor (la) (vereor, veritus sum, verērī)

Κλίση επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία