Ετυμολογία

επεξεργασία
venki < venk- + -i
ρήμα venki
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας venkas venkanta venkata
αόριστος venkis venkinta venkita
μέλλοντας venkos venkonta venkota
υποθετική venkus - -
προστακτική venku - -

venki (eo)

  1. νικώ
  2. κερδίζω