Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

vend (fr) vend (fr)

  • vendre, στο τρίτο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία


  Ουσιαστικό

επεξεργασία

vend (et)