Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία

unverbindlich (de)

  1. που γίνεται χωρίς υποχρέωση

  Επίρρημα

επεξεργασία

unverbindlich (de)

  1. χωρίς υποχρέωση
    testen Sie es unverbindlich - δοκιμάστε το χωρίς (καμία) υποχρέωση