Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʌnˈsiːz(ə)nəb(ə)l/

  Επίθετο επεξεργασία

unseasonable (en)

  1. παράδοξος καιρός για την εποχή του
  2. (μεταφορικά) άκαιρος