Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

unhesitatingly < unhesitating + -ly

  Επίρρημα επεξεργασία

unhesitatingly (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ανενδοίαστα, χωρίς ενδοιασμούς
    They should stop, at last, mocking us so unhesitatingly.
    Να πάψουν, επιτέλους, να μας εμπαίζουν τόσο ανενδοίαστα.

  Πηγές επεξεργασία