unhesitatingly
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- unhesitatingly < unhesitating + -ly
Επίρρημα επεξεργασία
unhesitatingly (en) (χωρίς παραθετικά)
- ανενδοίαστα, χωρίς ενδοιασμούς
- ↪ They should stop, at last, mocking us so unhesitatingly.
- Να πάψουν, επιτέλους, να μας εμπαίζουν τόσο ανενδοίαστα.
- ↪ They should stop, at last, mocking us so unhesitatingly.