Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ulgowy < ulga

  Επίθετο επεξεργασία

ulgowy (pl)

  • (για εισιτήριο, θέση κλπ) μειωμένος

Συνώνυμα επεξεργασία