Ετυμολογία

επεξεργασία
ograniczony < graniczyć

ograniczony (pl)

  1. φραγμένος, περιορισμένος
  2. (μαθηματικά) φραγμένος
    funkcje stałe są ograniczone z góry i z dołu - οι σταθερές συναρτήσεις είναι άνω και κάτω φραγμένες