ograniczony
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ograniczony < graniczyć
Προφορά επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
ograniczony (pl)
- φραγμένος, περιορισμένος
- (μαθηματικά) φραγμένος
- funkcje stałe są ograniczone z góry i z dołu - οι σταθερές συναρτήσεις είναι άνω και κάτω φραγμένες