Αριθμητικό

επεξεργασία

twentieth (en)

  • εικοστός
    ⮡  the twentieth century - ο εικοστός αιώνας
    ⮡  I live on the twentieth floor.
    Μένω στον εικοστό όροφο.
    ⮡  Will you have come back to Thessaloniki by August twentieth?
    Θα έχετε γυρίσει στη Θεσσαλονίκη μέχρι τις είκοσι Αυγούστου;