Ουσιαστικό

επεξεργασία

tulumba (tr)

  1. αντλία υγρών (π.χ. νερό)
  2. τρόμπα
  3. (γλυκό) τουλούμπα
  • tulumba -  Türk Dil Kurumu, μονόγλωσσο τουρκικό Λεξικό @sozluk.gov.tr