Ετυμολογία

επεξεργασία
trankviligi < trankvil- + -i
ρήμα trankviligi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας trankviligas trankviliganta trankviligata
αόριστος trankviligis trankviliginta trankviligita
μέλλοντας trankviligos trankviligonta trankviligota
υποθετική trankviligus - -
προστακτική trankviligu - -

trankviligi (eo)

Δείτε επίσης

επεξεργασία