trójkącik
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαtrójkącik (pl) < υποκοριστικό του trójkąt (pl)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtrójkącik (pl) αρσενικό
- το μικρό τρίγωνο, το τριγωνάκι
trójkącik (pl) < υποκοριστικό του trójkąt (pl)
trójkącik (pl) αρσενικό