Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

  1. εκεί, σ' αυτόν
  2. (μεταφορικά) εγγενώς (περιγράφει ιδιότητα, και αναφέρεται στην πρόταση που/τι αφορά)