Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

territo (la)

  1. προκαλώ τρόμο, καταφοβίζω

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

territo (la)

  1. δοτική και αφαιρετική ενικού του territus, μετοχής του terreo