Αγγλικά (en) επεξεργασία

ετυμολογική προέλευση επεξεργασία

  • όντας ηθοποιός στη σκηνή, μου κάνει σήμα/cue ο θεατρικός υποβολέας

  Έκφραση επεξεργασία

take one's cue from someone
πχ. take your cue from John

  • μιμούμαι κάποιον· χρησιμοποιώ την συμπεριφορά κάποιου ως οδηγό