Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

taŭgi < γερμανική taugen

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : / ˈtaw.ɡi/

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα taŭgi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας taŭgas taŭganta taŭgata
αόριστος taŭgis taŭginta taŭgita
μέλλοντας taŭgos taŭgonta taŭgota
υποθετική taŭgus - -
προστακτική taŭgu - -

taŭgi (eo)