Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sushi < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική , , 寿司, すし (sushi)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sushi (en)

  • το σούσι, γιαπωνέζικο έδεσμα με ωμό ψάρι