suit of armour
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsuit of armour (en) (βρετανική γραφή)
- (μετρήσιμο) μία πανοπλία
- ⮡ he has two suits of armour in his collection of medieval arms
- έχει δύο πανοπλίες στη συλλογή του μεσαιωνικών όπλων
- ⮡ he has two suits of armour in his collection of medieval arms