Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

sucrier (fr)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

sucrier (fr)

  • η ζαχαριέρα
    le sucrier est vide - η ζαχαριέρα είναι άδεια

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη sucre