Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

stultiĝi < stult- + -iĝ- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα stultiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας stultiĝas stultiĝanta stultiĝata
αόριστος stultiĝis stultiĝinta stultiĝita
μέλλοντας stultiĝos stultiĝonta stultiĝota
υποθετική stultiĝus - -
προστακτική stultiĝu - -

stultiĝi (eo)

Άλλες γραφές επεξεργασία