Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

stir-fried (el)

  • τηγανισμένο με λάδι στο τηγάνι ή σε γοκ με συνεχές ανακάτεμα
    άλλη γραφή: stirfried