Ουσιαστικό

επεξεργασία

spunk (en)

  1. (αποφεύγεται χωρίς συμφραζόμενα λόγω του κάτωθεν) πολυμηχανία, επινοητικότητα
  2. χύσι, χύσια ("σπέρμα" όμως με χυδαίο ύφος)