Ουσιαστικό

επεξεργασία

solidarity (en)

  • η αλληλεγγύη
    ⮡  worker solidarity - εργατική αλληλεγγύη
    ⮡  They will walk out in a show of solidarity with the coal miners.
    Θα απεργήσουν σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους ανθρακωρύχους.