solenizant
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˌsɔlɛ̃ˈɲizãnt/
Ετυμολογία
επεξεργασίαsolenizant (pl) < γαλλική solennisant
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsolenizant (pl) αρσενικό
solenizant (pl) < γαλλική solennisant
solenizant (pl) αρσενικό