Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

solen- < γαλλική solennel, αγγλική solemn, πολωνική solenny...

  Ρίζα επεξεργασία

solen- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: επίσημος

Παράγωγα επεξεργασία