Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

socialmente (pt) social + -mente.

  Επίρρημα επεξεργασία

socialmente (pt)

  1. κοινωνικά, με τρόπο κοινωνικό
  2. από την κοινωνική πτυχή μιας υπόθεσης, όσον αφορά την πτυχή αυτή