smerf
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsmerf (pl)
- το στρουμφ
- (μεταφορικά) ο αστυνομικός *
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία* Maciej Czeszewski, Słownik polszczyzny potocznej, σελ. 283, Warszawa, Wydawnictwo Naukowe PWN, 2006. ISBN 83-01-14631-1, ISBN 978-83-01-14631-3.