siostrzeńczyk
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαsiostrzeńczyk (pl) < υποκοριστικό του siostrzeniec (pl)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsiostrzeńczyk (pl) αρσενικό
- ο ανιψούλης (γιος της αδελφής)
siostrzeńczyk (pl) < υποκοριστικό του siostrzeniec (pl)
siostrzeńczyk (pl) αρσενικό