significantly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- significantly < significant + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαsignificantly (en) (χωρίς παραθετικά)
- σημαντικά
- ⮡ Our network has developed significantly in recent years.
- Το δίκτυο μας αναπτύχθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
- ⮡ Inflation increased significantly.
- Ο πληθωρισμός αυξήθηκε σημαντικά.
- ⮡ Our network has developed significantly in recent years.