Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
sich lächerlich machen
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γερμανικά
(de)
επεξεργασία
Έκφραση
επεξεργασία
sich lächerlich machen
(de)
γελοιοποιούμαι
Er macht sich
durch diese Kleidung
lächerlich
!
-
Γελοιοποιείται με αυτά τα ρούχα!
Συνώνυμα
επεξεργασία
sich blamieren
sich zum Affen machen