Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
shun
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά (en)
Επεξεργασία
Ρήμα
Επεξεργασία
shun
(en)
αποφεύγω
(κάτι, με επιμονή)
αποφεύγω
(καταφέρνω να γλιτώσω από έναν κίνδυνο, μια ανεπιθύμητη εργασία κλπ)