Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
shrewdly
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίρρημα
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
shrewdly
<
shrewd
+
-ly
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈʃruːd.li
/
Επίρρημα
επεξεργασία
shrewdly
(en)
πονηρά
,
έξυπνα
≈
συνώνυμα
:
cleverly
she
shrewdly
predicted the stock market crash.
- προέβλεψε
έξυπνα
το χρημαστιριακό κραχ