Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
short-sleeved
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
short-sleeved
<
short
+
sleeved
Επίθετο
επεξεργασία
short-sleeved
(en)
κοντομάνικος
⮡
a men’s
short-sleeved
shirt
- ανδρική φανέλα
κοντομάνικη
≠
αντώνυμα
:
long-sleeved