Ετυμολογία

επεξεργασία

seksumi < sekso και -um-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sekˈsu.mi/
ρήμα seksumi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας seksumas seksumanta seksumata
αόριστος seksumis seksuminta seksumita
μέλλοντας seksumos seksumonta seksumota
υποθετική seksumus - -
προστακτική seksumu - -

seksumi (eo)