Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  1. προσαρμοστικότητα στο ταρακούνημα της θάλασσας, η ικανότητα του έμπειρου ναυτικού να ισορροπεί και να μην νοιώθει ναυτία
  2. (μεταφορικά) η εμπειρία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • η μεταφορική σημασία είναι συχνότερη της κυριολεκτικής