Ετυμολογία

επεξεργασία
se déranger → δείτε τις λέξεις se και déranger

se déranger (fr)

  1. ενοχλούμαι
    ne vous dérangez pas pour moi - μην ενοχλείστε για μένα
  2. μετακινούμαι, φεύγω από τη συνηθισμένη μου δουλειά για να λύσω κάποιο πρόβλημα, να εκπληρώσω κάποιο σκοπό
    j'ai dû me déranger pour résoudre son problème - αναγκάστηκα να πάω (κάπου) για να λύσω το πρόβλημά του