Ετυμολογία

επεξεργασία

se confesser < → δείτε τις λέξεις se και confesser

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sə kɔ̃.fɛ.se/
 
Folle est la Brebis qui au Loup se confesse. — Grandville, Cent Proverbes, 1845

se confesser (fr)

Δείτε επίσης

επεξεργασία