Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

scolastiquement < scolastique + -ment

  Επίρρημα επεξεργασία

scolastiquement (fr)

  1. με σχολικό τρόπο
  2. σχολαστικά