Ουσιαστικό

επεξεργασία

sass (en) (μη μετρήσιμο, ανεπίσημο, ειδικά αμερικανικά αγγλικά)

  • η αναίδεια
    ⮡  I won’t take any more of your sass.
    Δεν θα ανεχτώ άλλο πια την αναίδεια σου.