Βενετικά (vec) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

(vec)



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

> λατινική sic που προέρχεται από τις λέξεις così και cosà, κι έχει την έννοια της συγκατάθεσης

  Προφορά επεξεργασία

 

  Επίρρημα επεξεργασία

(it)