Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

rifuĝi < rifuĝ- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα rifuĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας rifuĝas rifuĝanta rifuĝata
αόριστος rifuĝis rifuĝinta rifuĝita
μέλλοντας rifuĝos rifuĝonta rifuĝota
υποθετική rifuĝus - -
προστακτική rifuĝu - -

rifuĝi (eo)

Άλλες γραφές επεξεργασία

rifugxi, rifughi, rifug'i