riĉiĝi
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαρήμα riĉiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | riĉiĝas | riĉiĝanta | riĉiĝata |
αόριστος | riĉiĝis | riĉiĝinta | riĉiĝita |
μέλλοντας | riĉiĝos | riĉiĝonta | riĉiĝota |
υποθετική | riĉiĝus | - | - |
προστακτική | riĉiĝu | - | - |
riĉiĝi (eo)
- πλουταίνω, γίνομαι πλουσιότερος