Ετυμολογία

επεξεργασία
rezisti < rezist- + -i
ρήμα rezisti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας rezistas rezistanta rezistata
αόριστος rezistis rezistinta rezistita
μέλλοντας rezistos rezistonta rezistota
υποθετική rezistus - -
προστακτική rezistu - -

rezisti (eo)