Ετυμολογία

επεξεργασία
rezignacii < rezignaci- + -i
ρήμα rezignacii
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας rezignacias rezignacianta rezignaciata
αόριστος rezignaciis rezignaciinta rezignaciita
μέλλοντας rezignacios rezignacionta rezignaciota
υποθετική rezignacius - -
προστακτική rezignaciu - -

rezignacii (eo)

  • το παίρνω απόφαση να υπομένω ό,τι μου συμβαίνει