ρήμα renovigi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας renovigas renoviganta renovigata
αόριστος renovigis renoviginta renovigita
μέλλοντας renovigos renovigonta renovigota
υποθετική renovigus - -
προστακτική renovigu - -

renovigi (eo)

oni devos renovigi la lokon, θα πρέπει να ανακαινίσουμε τον χώρο