recuse
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
recuse (en)
- εξαιρώ (για εξαίρεση δικαστή από συγκεκριμένη δίκη ή συγκεκριμένης κατηγορίας δίκες)
- αυτοεξαιρούμαι (για δικαστή)
- (συνεκδοχικά) αλλάζω δάσκαλο ώστε να μην εξετάζει το παιδί του
recuse (en)