Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

recuse (en)

  1. εξαιρώ (για εξαίρεση δικαστή από συγκεκριμένη δίκη ή συγκεκριμένης κατηγορίας δίκες)
  2. αυτοεξαιρούμαι (για δικαστή)
  3. (συνεκδοχικά) αλλάζω δάσκαλο ώστε να μην εξετάζει το παιδί του